- συνενῶσαν
- συνενόωuniteaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Μανγκμπέτου ή Μονμπούτου — (Mangbetu, Monbuttu). Λαός της κεντρικής Αφρικής, ο οποίος κατοικεί στο βορειοανατολικό τμήμα της Δημοκρατίας του Κονγκό. Οι Μ. ανήκουν στη σουδανική γλωσσική ομάδα, στον λεγόμενο νειλοσαχαρικό κλάδο, και πιθανολογείται ότι είχαν επαφές με τον… … Dictionary of Greek
Μερινίδες — Βερβερική δυναστεία της φυλής Μπενί Μερίν, η οποία βασίλευσε στο Μαρόκο την περίοδο 1269 1465. Με αρχηγό τον Αμπού Γιάχγια, οι Μ. κατάλαβαν τη Φεζ το 1248 και ίδρυσαν ένα ανεξάρτητο εμιράτο. Το 1269 κατέλαβαν το Μαρακές, ανέτρεψαν τη δυναστεία… … Dictionary of Greek
Πρωσία — (Preussen). Ιστορική περιοχή της Γερμανίας που μέχρι το 1945 αποτελούσε την περισσότερο εκτεταμένη περιοχή της χώρας με 13 επαρχίες, περιλαμβανομένης και της πρωτεύουσας Βερολίνου. Μετά το B’ Παγκόσμιο πόλεμο η Π. εξαφανίστηκε από τις εσωτερικές… … Dictionary of Greek
Σπράνγκερ, Μπαρτολομέου — (Spranger). Φλαμανδός ζωγράφος (1546 1611). Ύστερα από μια σύντομη διαμονή στο Παρίσι, ο Σ. ταξίδεψε στο Μιλάνο και στη Ρώμη (1566) και πλούτισε τις γνώσεις του από την επαφή του με τα έργα του Φεντερίκο Τζούκαρι. Αφού για ένα διάστημα έζησε στην … Dictionary of Greek
συνενώνω — συνένωσα, συνενώθηκα, συνενωμένος, ενώνω δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα μαζί: Συνένωσαν τις δυνάμεις τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)